ἄασ' — ἄασα , ἀάω hurt aor ind act 1st sg (epic doric aeolic) ἄασε , ἀάω hurt aor ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἄ̱ασα , ἀάζω breathe with the mouth wide open aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ασο , ἀάζω breathe with the mouth wide open plup ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
u̯ā-1, u̯ō-, u̯ǝ- — u̯ā 1, u̯ō , u̯ǝ English meaning: to hit, wound Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, verwunden” Note: also with t forms Material: Gk. ἀάω “harm, injure”, Med. “in Verblendung handeln”; besides ἀᾶται only Aoristformen ἄασα, άμην,… … Proto-Indo-European etymological dictionary